- περιηγής
- -ές, Α1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» — τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.)2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ.β. «περιηγεῑς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ.γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.)3. εκείνος που περιβάλλει κάτι, που απλώνεται γύρω από κάτι («μονίῃ περιηγέϊ χαίρων» — ευχαριστημένος με την ερημιά που απλωνόταν γύρω του)4. αυτός που ακολουθεί κυκλοτερή κίνηση («περιηγὴς Ἑλίκη», Κόιντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ηγής (< ἡγοῦμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.